κατειλημμένης

κατειλημμένης
καταλαμβάνω
seize
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαμελισμός — ο (AM διαμελισμός) [διαμελίζω] τεμαχισμός, κομμάτιασμα νεοελλ. 1. διανομή κατειλημμένης χώρας ανάμεσα στους νικητές 2. τρόπος θανατικής εκτέλεσης κατά τον μεσαίωνα …   Dictionary of Greek

  • προσειλημμενίται — οἱ, Α κάτοικοι κατειλημμένης περιοχής προσαρτημένου εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσειλημμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. προσλαμβάνομαι + κατάλ. ῖται] …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”